καταπεφημισμένον

καταπεφημισμένον
καταφημίζω
spread abroad
perf part mp masc acc sg
καταφημίζω
spread abroad
perf part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταφημίζω — (Α) 1. διαδίδω φήμη 2. αναγγέλλω κάτι 3. διαφημίζω κάποιον, λέγω κάτι για κάποιον 4. (για πρόσ.) είμαι ονομαστός, διάσημος 5. καθοσιώνω, απονέμω ή αφιερώνω κάτι σε κάποιον θεό ή ήρωα («θρόνον Ἀλεξάνδρῳ καταπεφημισμένον», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”